Αρχαιολογικός χώρος Κνωσσού








































































Το μεγαλύτερο και λαμπρότερο κέντρο του Μινωικού πολιτισμού, η Κνωσός, βρίσκεται 5 χιλιόμετρα νότια από το ιστορικό κέντρο της πόλης του Ηρακλείου. Στον χώρο, στην ανατολική πλευρά εκτός λόφου, όπου βρίσκονται σήμερα τα λαμπρά ερείπια της μινωικής Κνωσού, έχουν βρεθεί ίχνη νεολιθικής εγκατάστασης που χρονολογούνται από το 6000 π.X. 

Μπορεί η έννοια του λαβύρινθου να είναι ένα μυθολογικό κατάλοιπο ενός μεγάλου πολιτισμού, αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν ανταποκρίνεται στην αρχιτεκτονική δομή που ο σύγχρονος επισκέπτης αντικρίζει κατά την επίσκεψη του στην Κνωσό.
Οι πολύπλοκοι διάδρομοι και τα κλιμακοστάσια που ένωναν σε ορισμένες περιπτώσεις και πέντε ορόφους, διαμορφώνουν ένα πραγματικά λαβυρινθώδες συγκρότημα στο οποίο ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει σημαντικές αρχιτεκτονικές καινοτομίες όπως π.χ. δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, φωταγωγούς για τον φωτισμό και αερισμό των χαμηλότερων επιπέδων, διαμερίσματα με μπάνια και χώρους υγιεινής, που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν σε ευρηματικότητα από τις σύγχρονες κατασκευές.
Γύρω από την κεντρική αυλή θα συναντήσουμε χώρους δημόσιων και θρησκευτικών τελετών, αποθήκες, εργαστήρια, κατοικίες, μικρότερες αυλές, διάδρομοι επικοινωνίας κ.α. σε σαφώς διαφοροποιημένα κτιριακά σύνολα ανάλογα με τις διαφορετικές λειτουργίες, που υποδηλώνουν την πολυπλοκότητα του κτηρίου.

Το σημαντικότερο όμως στοιχείο του ανακτόρου της Κνωσού είναι το γεγονός ότι στην δομή του ο σύγχρονος έμπειρος μελετητής ανιχνεύει τη δομή μιας συγκροτημένης πόλης που αναπτύσσεται με κέντρο την μεγάλη αυλή-πλατεία. 
Το πρώτο ανάκτορο της Κνωσού πρέπει να κατασκευάστηκε μάλλον τον 19ο αιώνα π.Χ. και καταστράφηκε τον 17ο αιώνα. π.Χ. Τον 16ο αιώνα ξανακτίζεται στην μορφή που τα σημερινά ερείπια αποτυπώνουν την λαμπρότητα και λειτουργικότητα του. Στα μέσα του 15ου αιώνα π.Χ. η Κνωσός φαίνεται να αγγίζει το υψηλότερο σημείο ανάπτυξης της έως και το 1450 π.Χ. περίπου οπότε συμβαίνει μια τεραστία φυσική καταστροφή, η οποία πιθανόν να οφείλεται στην έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Στην συνέχεια, όταν οι Μυκηναίοι κατάκτησαν την Κρήτη, ακολουθεί ακόμα μια μικρή περίοδο άνθησης του ανακτόρου, το οποίο όμως μετά το 1400 π.χ. δεν υφίσταται πλέον σαν ανάκτορο. Έως και το 1150 π.χ. στη θέση του ανακτόρου αναπτύσσονται διάφορες άλλες δραστηριότητες και μετά εγκαταλείπεται εντελώς.
Από τα λαμπρά ανάκτορα της μινωικής Κνωσού διασώζεται στους Ελληνικούς χρόνους ο θρύλος του βασιλιά Μίνωα και στους μεταγενέστερους πλέον χρόνους αυτός ο θρύλος θα δώσει το έναυσμα για τις πρώτες προσπάθειες ανασκαφής που επιχειρήθηκαν από τον Ηρακλειώτη Μίνωα Καλοκαιρινό το 1878. Αυτός που έμελλε να φέρει στο φως τα ερείπια της Κνωσού στο σύνολο τους είναι ο σπουδαίος Άγγλος αρχαιολόγος σερ Άρθουρ Εβανς, ο οποίος άρχισε συστηματικές ανασκαφές το 1900, που διήρκεσαν έως το 1931.
Στα τριάντα χρόνια ανασκαφικών εργασιών αποκαλύφθηκαν στο σύνολο και οι προηγούμενες φάσεις του ανακτόρου με σημαντικά ευρήματα από τις διάφορες περιόδους κατοίκησης του χώρου. Στην βάση της συστηματικής ανασκαφής του ο σερ Άρθουρ Εβανς επιχείρησε και την μερική αποκατάσταση του ανακτόρου χρησιμοποιώντας σύγχρονα υλικά και σε ορισμένες περιπτώσεις προχώρησε στην συμπλήρωση ολόκληρων τμημάτων που διακρίνουμε σήμερα. Ορισμένοι επιστήμονες θεωρούν υπερβολικές αυτές τις παρεμβάσεις, ωστόσο από πολλούς αρχαιολόγους εκφράζεται η άποψη ότι οι αναστηλωτικές παρεμβάσεις του Έβανς δεν είναι αυθαίρετες και αποδίδουν ως ένα βαθμό την εικόνα που ενδέχεται να είχαν τα ανάκτορα την εποχή της ακμής τους.