Κυριακή Β΄ Νηστειών-Κυριακή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά

Βιογραφία
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν δεινός θεολόγος και διαπρεπέστατος ρήτορας και φιλόσοφος. Δεν γνωρίζουμε το χρόνο και τον τόπο της γέννησής του. (Ο Σ. Ευστρατιάδης όμως, στο αγιολόγιο του, αναφέρει ότι ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 1296 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, από τον Κωνσταντίνο τον Συγκλητικό και την ευσεβέστατη Καλλονή). Ξέρουμε όμως, ότι κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα μ.Χ. ήταν στην αυτοκρατορική αυλή της Κωνσταντινούπολης, απ' οπού και αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος χάρη ησυχότερης ζωής, και αφιερώθηκε στην ηθική του τελειοποίηση και σε διάφορες μελέτες.
Το 1335 μ.Χ. με τους δύο αποδεικτικούς λόγους του «Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος», ήλθε σε σύγκρουση με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, ο οποίος δίδασκε πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό, κι ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να ενωθεί μαζί Του. Κατά τα λεγόμενα του Βαρλαάμ, ο Θεός είναι «κλειστός στον εαυτό του» και δεν μπορεί να ενωθεί με τους ανθρώπους. Επομένως, οι «ησυχαστές», οι μοναχοί δηλαδή εκείνοι που έλεγαν ότι μπορεί ο άνθρωπος, αν έχει καθαρή καρδιά και αν συγκεντρωθεί στην «καρδιακή προσευχή» (το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με»), να ενωθεί με το Θεό και να φωτισθεί και να δει το Άκτιστο φως, ασχέτως της μόρφωσής του, δεν ήταν Ορθόδοξοι αλλά «μεσσαλιανιστές» και «ομφαλόψυχοι». Μετά από αυτές τις τοποθετήσεις του Βαρλαάμ, ο Παλαμάς εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη από όπου και άρχισε τον αγώνα «υπέρ των Ιερώς ησυχαζόντων», δηλ. αυτών που ασκούσαν τον ησυχασμό, συγγράφοντας μάλιστα και τους ομώνυμους λόγους του. Το ζητούμενο της πάλης αυτής ήταν κυρίως το μεθεκτικόν ή αμέθεκτον της θείας ουσίας. Ο Γρηγόριος, οπλισμένος με μεγάλη πολυμάθεια και ισχυρή κριτική για θέματα αγίων Γραφών, διέκρινε μεταξύ θείας ουσίας αμεθέκτου και θείας ενεργείας μεθεκτής. Και αυτό το στήριξε σύμφωνα με το πνεύμα των Πατέρων και η Εκκλησία επικύρωσε την ερμηνεία του με τέσσερις Συνόδους. Στην τελευταία, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1351 μ.Χ., ήταν και ο ίδιος ο Παλαμάς. Αλλά ο Γρηγόριος έγραψε πολλά και διάφορα θεολογικά έργα, περίπου 60.
Αργότερα ο Πατριάρχης Ισίδωρος, τον εξέλεξε αρχικά επίσκοπο Θεσσαλονίκης. Λόγω όμως των τότε ζητημάτων, αποχώρησε πρόσκαιρα στη Λήμνο. Αλλά κατόπιν ανέλαβε τα καθήκοντα του. Πέθανε το 1360 μ.Χ. και τιμήθηκε αμέσως σαν Άγιος. Ο Πατριάρχης Φιλόθεος, έγραψε το 1376 μ.Χ. εγκωμιαστικό λόγο στο Γρηγόριο Παλαμά, μαζί και ακολουθία και όρισε την εκκλησιαστική μνήμη του στη Β' Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής.
Το τίμιο σώμα του, μετά από την εκταφή, υπήρξε άφθαρτο, δηλαδή δέν σάπισε, αλλά ευωδίαζε και θαυματουργούσε. Στούς λατίνους όμως, τους υποτελείς του Πάπα, ήταν χονδρό αγκάθι η ενθύμιση του Αγίου και μάλιστα ολόσωμου. Γι αυτό πολλες φορές τον συκοφαντούσαν λέγοντας, πως για τα αμαρτήματά του έμεινε «άλυωτος», δέν δέχθηκε από απέχθεια η γη να τον διαλύσει «στα εξ ων συνετέθη»! Τον 19ο αιώνα μ.Χ. ο ναός του Αγίου καταστράφηκε από φωτιά και το τίμιο σκήνωμά του κάηκε αφήνοντας μόνον τα οστά ανέπαφα!
Τόσο γινάτι κράτησαν οι καθολικοί που όταν τυπώνονταν οι εκκλησιαστικές μας ακολουθίες στην Βενετία - κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας - ο Δόγης έδινε την άδειά του για την έκδοση, μόνον εφόσον δέν υπήρχε σχετική αναφορά στον Αγιο. Έτσι για αρκετά χρόνια που κυκλοφορούσαν τα έντυπα από την Βενετία, η γιορτή του είχε σχεδόν ξεχαστεί. Περί τα μέσα και τέλη του 20ου αιώνα, επανήλθε η μνήμη των ενδόξων αγώνων του και έλαβε την πρέπουσα θέση στον χώρο των Ορθόδοξων ναών.


«Φώτισόν μου το σκότος…!»
Η Κυριακή Β΄ Νηστειών είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στον μεγάλο Πατέρα και Διδάσκαλό της άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, στο πρόσωπο του οποίου βλέπει τη συνέχεια της νίκης της κατά των αιρέσεων γενικώς, συνεπώς η Κυριακή αυτή προεκτείνει την προηγουμένη της Ορθοδοξίας. Ο άγιος Γρηγόριος έτσι δεν είναι για την Εκκλησία ένας απλός άγιος, αλλά σύμβολο και όρος Ορθοδοξίας, στου οποίου τη διδασκαλία κρίνεται το ορθόδοξο από το αντορθόδοξο και αιρετικό, το γνήσιο και αληθινό από το κίβδηλο και ψεύτικο. Από την άποψη αυτή η προσέγγιση του αγίου αυτού Πατρός αποτελεί προσέγγιση στα καθαρά νάματα της ορθόδοξης πίστης και γι’ αυτό στέρεα τροφή στον σύγχρονο πνευματικά πεινασμένο άνθρωπο της εποχής μας. Δεν θα σταθούμε στη ζωή και τη διδασκαλία του αναλυτικά. Εκείνο που θα μας απασχολήσει και μάλιστα δι’ ολίγων, είναι η γνωστή προσευχή που αδιάκοπα έκραζε ο άγιος: «Φώτισόν μου, το σκότος, φώτισόν μου το σκότος, Κύριε!»

Ο άγιος Γρηγόριος προσευχόταν ο Κύριος να φωτίσει το υπάρχον σ’ αυτόν σκότος. Το σκότος που έβλεπε να υπάρχει στην ψυχή και την καρδιά του, το σκότος δηλαδή της αμαρτίας και των παθών. Αφετηριακό με άλλα λόγια σημείο της πνευματικής του ζωής ήταν η αναγνώριση της αμαρτωλότητάς του. Κι ίσως πει κανείς: άγιος αυτός και αναγνώριζε αμαρτωλότητα πάνω του; Αλλά τούτο ακριβώς συνιστά το σημάδι της αγιότητας. Ο άγιος, ως γνωστόν, δεν είναι αυτός που νιώθει αναμάρτητος – αυτό αποτελεί σύμπτωμα της πιο βαθιάς αμαρτίας και του υπάρχοντος δαιμονισμού του ανθρώπου, όπως το βλέπουμε στο πρόσωπο του κατακεκριμένου από τον ίδιο τον Κύριο Φαρισαίο της γνωστής παραβολής. Αντιθέτως: είναι εκείνος που έχει τη μεγαλύτερη συναίσθηση των αμαρτιών του, η οποία μάλιστα βαίνει αυξανόμενη, καθώς θέτει τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, ζώντας αδιάκοπα κάτω από τις ακτίνες του ήλιου της Δικαιοσύνης Του. Όσο δηλαδή προσεγγίζει τον Θεό, τόσο και φωτίζεται στο να βλέπει και την παραμικρότερη κηλίδα της ψυχής του. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με ό,τι σ’ ένα κλειστό δωμάτιο: λόγω του σκότους δεν βλέπει κανείς το τι υπάρχει, ενώ όταν αρχίζει να μπαίνει σ’ αυτό λίγο φως και στη συνέχεια περισσότερο φως, βλέπει κανείς πια και το παραμικρότερο σκουπιδάκι, και την ελάχιστη βρωμιά.
Ο απόστολος Παύλος για παράδειγμα ζώντας σε κατάσταση ταύτισης με τον Χριστό – «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20) – ομολογούσε ενσυνείδητα και με πλήρη επίγνωση: «Χριστός ήλθε αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτός ειμι εγώ» (Α΄Τιν. 1, 15). Ο μέγιστος δηλαδή των αποστόλων, αυτός που κοπίασε περισσότερο όλων στη διάδοση του Ευαγγελίου, έβλεπε τον εαυτό του πρώτο στην κλίμακα των αμαρτωλών. Κι ας θυμηθούμε ότι ο προφήτης Ησαΐας, ευρισκόμενος ενώπιον του θρόνου του Θεού, κατά τη συγκλονιστική στιγμή της εν οράματι κλήσεώς του στο προφητικό αξίωμα (6, 1-12), νιώθει μικρός και βδελυκτός. «Ω, τάλας εγώ… Ότι άνθρωπος ων και ακάθαρτα χείλη έχων…εγώ οικώ και τον Βασιλέα Κύριον Σαβαώθ είδον τοις οφθαλμοίς μου». Η στάση ενώπιον του απολύτως αγίου Θεού τον οδηγεί αμέσως και στην επίγνωση της δικής του εμπαθούς καταστάσεως. Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν να συμβεί διαφορετικά και με τον άγιό μας, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Η μικρή αυτή προσευχή του «φώτισόν μου το σκότος» ήταν και είναι μία τρανή ένδειξη της μεγάλης αγιότητάς του.
Τι βλέπουμε όμως; Ενώ ο όσιος Πατήρ αναγνώριζε τη σκοτεινιά της αμαρτίας μέσα του, δεν απελπιζόταν. Ριχνόταν με ελπίδα στην αγκαλιά του Θεού μέσω της προσευχής και ζητούσε εναγώνια από Αυτόν τον φωτισμό Του. Η αίτηση αυτή φωτός από τον Θεό μπορεί να περιλαμβάνει βεβαίως μερικές μόνο λέξεις, περικλείει όμως απύθμενο βάθος θεολογίας, για την οποία αγωνίστηκε σ’ όλη του τη ζωή ο μεγάλος αυτός φωστήρας της Εκκλησίας. Διότι αυτή η εκζήτηση φωτός προϋποθέτει την πίστη ότι ο Θεός είναι φως, ότι ο άνθρωπος γίνεται φως καθόσον μετέχει του Θεού, και βεβαίως ότι υπάρχει η δυνατότητα σχέσεως του Θεού με τον άνθρωπο. Βάση συνεπώς της μικρής αυτής προσευχής αποτελεί η διάκριση στον Θεό της λεγομένης ουσίας και της ενεργείας – ή αλλιώς φωτός, δόξας, χάρης - σ’ Αυτόν. Η διάκριση αυτή ιδιαιτέρως τονίστηκε και αναπτύχθηκε από τον άγιο Γρηγόριο, σε εποχή που παρουσιάστηκαν προβλήματα πίστεως τέτοια, που έθεταν ακριβώς σε αμφιβολία αυτήν τη δυνατότητα πραγματικής σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Ο άγιος Παλαμάς απάντησε στις προκλήσεις αυτές με τον φωτισμό του Θεού και με την ανάπτυξη της προγενέστερης παράδοσης της Εκκλησίας.
Κατά τη διάκριση αυτή, ο Θεός είναι ουσία, ζει δηλαδή μέσα τον εαυτό Του, άρα είναι παντελώς απρόσιτος και αμέθεκτος και μακρινός από εμάς, μη δυνάμενος να γίνει γνωστός από οποιοδήποτε κτίσμα, είτε άνθρωπο είτε και άγγελο ακόμη, κι όχι μόνο σ’ αυτήν τη ζωή, αλλά και στη συνέχειά της, την αιώνια. Ο μόνος που γνωρίζει την ουσία του Θεού είναι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, ο Ίδιος δηλαδή ο Τριαδικός Θεός. Ταυτοχρόνως όμως ο Θεός είναι και ενέργεια, ζει δηλαδή και έξω από τον εαυτό Του, δημιουργώντας τον κόσμο και τον άνθρωπο, προνοώντας διαρκώς γι’ αυτόν, απολυτρώνοντάς τον, αγιάζοντάς τον, ερχόμενος άρα σε κοινωνία και μέθεξη μαζί του. Έτσι κατά τη διάκριση αυτή ο Θεός μας είναι μαζί μας και πέρα από εμάς, κοντινός και μακρινός, γνωστός και άγνωστος, παρών και απών. Γι’ αυτό και τίποτε επίγειο δεν μπορεί να θεωρηθεί μέτρο για την κατανόησή Του – ακόμη και η λέξη «ουσία» κατανοείται ως «υπερουσιότητα», πέρα από οτιδήποτε κτιστό – κι ακόμη: η σχέση μας μαζί Του κινείται πάντοτε μεταξύ της αγάπης και του φόβου ως συναίσθησης της απόστασής Του.
Η διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου περί της ουσίας και της ενεργείας του Θεού, (οι όροι ήταν φιλοσοφικοί, αλλά απλώς ενδεικτικοί και με επίγνωση της σχετικότητάς τους), δεν ήταν κάτι νέο και ξένο ασφαλώς για την Εκκλησία μας. Αυτό θα σήμαινε μία Παλαμική θεολογία και όχι μία Εκκλησιαστική, δηλαδή του Χριστού θεολογία. Ο άγιος Γρηγόριος δεν έκανε τίποτε άλλο από το να αναπτύξει χάριτι Θεού την ήδη υπάρχουσα επί του θέματος παράδοση της Εκκλησίας, κι αυτήν την ανάπτυξη επικύρωσε η ίδια η Εκκλησία με Οικουμενικό κύρος έχουσες Συνόδους. Ο άγιος Βασίλειος, για παράδειγμα, είχε ήδη μιλήσει γι’ αυτήν τη διάκριση, χωρίς όμως να διευκρινίσει αν οι ενέργειες του Θεού είναι κτιστές ή άκτιστες. Η προσφορά του αγίου Παλαμά έγκειται ακριβώς σ’ αυτό: διευκρίνισε ότι οι ενέργειες είναι άκτιστες, δηλαδή μιλώντας γι’ αυτές μιλάμε για τον Ίδιο και πάλι Θεό, που παρών προσωπικά γίνεται μεθεκτός από τον άνθρωπο, αρκεί βεβαίως αυτός να ανοίξει την καρδιά του και να θελήσει εν μετανοία να καθαρίσει τον εαυτό του από τα αμαρτήματά του. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι κέντρο της θεολογικής σκέψης του έγινε η θεοφάνεια της Μεταμόρφωσης του Κυρίου: εκεί το άκτιστο φως του Κυρίου γίνεται μεθεκτό από τους μαθητές Του, δίνοντάς τους έτσι τη δυνατότητα πραγματικής σχέσης με τη θεότητά Του.
Η Εκκλησία μας προβάλλει σήμερα τον άγιο Γρηγόριο, όπως είπαμε, ως όριο Ορθοδοξίας, αλλά και ως διαπρύσιο κήρυκα της χάρης και του φωτός του Θεού. Η προσευχή του «φώτισόν μου, το σκότος» επιβεβαιώνει την αλήθεια αυτή και λειτουργεί παραδειγματικά και σε εμάς. Ας ευχηθούμε να γίνει και η δική μας προσευχή, με την πεποίθηση ότι λέγοντάς την όχι μόνο καλούμε τον Θεό να γίνει η λαμπάδα μέσα μας που θα φωτίζει το νου και τη ζωή μας, ώστε να πορευόμαστε τον δρόμο που οδηγεί στην αιώνια βασιλεία Του, αλλά και θα κατακαίει κάθε εμπαθή κίνηση της ψυχής μας και κάθε εναντίον μας δαιμονική επιρροή. 
 πηγή :http://aktines.blogspot.gr

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου