Η ιστορία ενός... χαρταετού!

 
Πάντα μου άρεσε να πετάω. Έτσι κι αλλιώς γι αυτό είναι φτιαγμένος ένας χαρταετός σωστά; Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι υπέροχη αίσθηση που είναι να σε φυσάει ο αέρας και εσύ να ανεβαίνεις ψηλά στον ουρανό. Τόσο ψηλά που χαιρετάς τα πουλιά και γίνεσαι ένα με τα σύννεφα. Νιώθεις τον αέρα που περνάει από τα κρόσσια της ουράς σου και τρίζεις από χαρά! Τους ευγνωμονώ τους ανθρώπους που μου προσφέρουν αυτήν την αίσθηση και για να τους δείξω τη χαρά μου τους στέλνω σήματα με το σκοινί μου πίσω στη γη. Εκεί που στέκονται και με καμαρώνουν ζητωκραυγάζοντας! Δυστυχώς εγώ ποτέ δεν θα ξανανιώσω έτσι αφού όπου να’ ναι θα περάσει να με πάρει το μεγάλο φορτηγό για τα σκουπίδια και να με πάει ποιος ξέρει πού… Αλλά ας τα διηγηθώ με τη σειρά.  
     Όλα άρχισαν μια Δευτέρα πριν από 4 χρόνια. Ήμουν στη γωνία ενός μεγάλου δρόμου κρεμασμένος από μία κολώνα μαζί με πολλούς άλλους χαρταετούς. Άλλοι ήταν κόκκινοι με μπλε σχέδια, άλλοι κίτρινοι με πορτοκαλιά λουλούδια, μερικοί ήταν ασημένιοι και είχαν απάνω τους όλων των ειδών τα χρώματα. Όλοι εμείς περιμέναμε να δούμε τι θα γινόμασταν. Ο πωλητής φώναζε στα αυτοκίνητα και τους πεζούς που περνούσαν:
«Έλα κόσμε! Χαρταετούς έχω! Πάρε πάρε χαρταετό για τα παιδιά σου! Ωραίους χαρταετούς έχω! Εδώ οι καλοί χαρταετοί για την Καθαρή Δευτέρα!» Κάθε τόσο σταματούσαν ένα-δύο άτομα και αγόραζαν χαρταετούς. Οι δύο διπλανοί μου πουλήθηκαν γρήγορα. Το ίδιο και αρκετοί άλλοι.
      Κάποια στιγμή είδα μια κυρία χαμογελαστή να βγαίνει από ένα αυτοκίνητο και να έρχεται προς το μέρος μας. «Θα ήθελα έναν αετό» Είπε στον πωλητή χαμογελώντας. «Πάρε κυρία ποιον θέλεις» απάντησε αυτός «όλοι στην ίδια τιμή είναι». Η κυρία με πλησίασε και με έδειξε. «Μπορείτε να μου δώσετε αυτόν εδώ;» είπε χαμογελώντας. Τόσο πολύ είχα χαρεί που με διάλεξε που δεν άκουσα τίποτα άλλο! Ούτε πόσο πουλήθηκα, ούτε αν οι άλλοι χαρταετοί με χαιρετούσαν όπως γινόταν με καθέναν που έφευγε, τίποτα. Ήμουν τρισευτυχισμένος! Η κυρία με έβαλε στο αυτοκίνητό της και ξεκίνησε.
     Δεν πέρασε πολλή ώρα όταν σταματήσαμε και η Γιαγιά, έτσι κατάλαβα ότι την λέγανε την κυρία, με πήρα στα χέρια της και με πήγε σε μια αλάνα με πολύ κόσμο και πολλούς χαρταετούς. Άλλοι ήταν ήδη στον ουρανό, άλλοι προσπαθούσαν να απογειωθούν, κάποιοι ήταν ακουμπισμένοι στο έδαφος. Είδα και μερικούς παγιδευμένους στα δέντρα, αλλά δεν έδωσα και πολλή σημασία… Η Γιαγιά πλησίασε δυο μικρά κοριτσάκια και τα φώναξε. Εκείνα αμέσως έτρεξαν κοντά της χοροπηδώντας ανυπόμονα. «Κοιτάξτε τι σας έφερα! Είναι ένας χαρταετός μόνο για σας!» τους είπε γελώντας. «Αχ είσαι τόσο καλή! Ευχαριστούμε γιαγιά!» Είπαν τα κοριτσάκια και με πήραν μαζί τους.
     Τρέχοντας με ανέβασαν σε έναν λόφο και τότε με πέταξαν! Ήταν τόσο όμορφο! Ανέβαινα και ο αέρας μπλεκόταν στο χαρτί μου, έπαιζε με την ουρά μου… Εγώ τριζοβολούσα από ευτυχία και όλο και έφτανα ψηλότερα. Συνάντησα και άλλους χαρταετούς που έκαναν κόλπα, τούμπες, έστριβαν, έκαναν πως έπεφταν και να’ τοι πάλι ψηλά ανάμεσα στα σύννεφα. Κι εγώ ανέβαινα όλο και περισσότερο. Κάποια στιγμή η καλούμπα μου σταθεροποιήθηκε και τότε κοίταξα κάτω. Τι πανόραμα ήταν αυτό που έβλεπα! Ο ουρανός σπαρμένος από χαρταετούς που λες και κολυμπούσαν στον αέρα. Και κάτω απ’ αυτούς οι άνθρωποι. Κάτι άνθρωποι τόσο μικροί που δυσκολία τους γνώριζες. Σχεδόν όλοι κοιτούσαν προς τα πάνω. Μερικοί μας χαιρετούσαν, κάποιοι άλλοι μας έδειχναν. Ήταν υπέροχα!
     Μετά από πολλή ώρα ένιωσα ένα τράβηγμα στο σκοινί μου και άρχισα να κατεβαίνω. Και όσο κατέβαινα τόσο μεγάλωναν οι άνθρωποι και τα δέντρα. Κάποια στιγμή η ουρά μου ακούμπησε το έδαφος και έπειτα όλο το εξάγωνο σώμα μου βρισκόταν ξαπλωμένο στο χώμα. Τα δυο κοριτσάκια ήρθαν και με μάζεψαν για να με πάνε όπως είπαν στην αποθήκη. Τι απαίσιο μέρος! Είναι ένα δωμάτιο με πάρα πολλά στοιβαγμένα πράματα, σκοτάδι και υγρασία. Εκεί μέσα έμεινα έναν ολόκληρο χρόνο. Μια Δευτέρα με ξαναέβγαλαν και με ξαναπέταξαν. Πάλι αυτό το υπέροχο συναίσθημα! Ο αέρας, η ουρά που τρίζει, οι άνθρωποι που κοιτάνε και φωνάζουν κάθε τόσο: «Αμόλα καλούμπα, αμόλα καλούμπα!», «ποιος θέλει χαλβά;», «Καλώς τους, καλώς τους! Λαγάνες φέρατε;» Και μετά πάλι αποθήκη. Αυτό έγινε άλλες δύο φορές. Πέρσι και φέτος. Υπέμενα την αποθήκη όλο το χρόνο μόνο και μόνο για να μπορώ κάθε Καθαρά Δευτέρα να πετάω!
     Φέτος όμως ήμουν άτυχος. Καθώς δεν είχε πολύ αέρα, τα κορίτσια έκαναν πολλές προσπάθειες μέχρι να καταφέρω να ανυψωθώ. Δεν είχε πολλούς αετούς εκείνη την ώρα και ένιωθα λες και ήμουν ο κυρίαρχος του ουρανού! Έμεινα στον αέρα πολλή ώρα και έβλεπα τους άλλους χαρταετούς, πιο καινούριους από μένα, με σχήματα πουλιών και αεροπλάνων, ρομβοειδείς αλλά και εξάγωνοι, όπως εγώ που δεν μπορούσαν να ανέβουν. Κάποια στιγμή ένιωσα το γνωστό πια τράβηγμα στο σκοινί μου που με ειδοποιούσε για το κατέβασμα. Δεν ήμουν μακριά από το έδαφος, η ουρά μου σχεδόν είχε ακουμπήσει κάτω, όταν κάποιος τράβηξε απότομα την καλούμπα μου. Έκανα μια απότομη τούμπα. Τράβηγμα. Ανέβηκα λίγο ψηλότερα. Κι άλλο τράβηγμα. Κι άλλη τούμπα. Είδα το χώμα να έρχεται καταπάνω μου. Άκουσα ένα κρακ, άλλο ένα, έπειτα ένιωσα ένα σκίσιμο. Ήμουνα ξαπλωμένος στο έδαφος με δύο από τα ξύλα του σκελετού μου σπασμένα και ένα μεγάλο σκίσιμο στο χαρτί μου.
        Σε λίγα λεπτά τα κορίτσια ήρθαν τρέχοντας από πάνω μου. Μαζί τους ήταν κι ένα αγόρι. «Κοίτα τι έκανες με τα κόλπα σου. Έσπασε…» του είπε στενοχωρημένα το ένα κορίτσι. «Και ήταν δώρο της γιαγιάς μας…» είπε το άλλο λυπημένα. «Ας τον πάμε τουλάχιστον στα σκουπίδια να μη μείνει εδώ» πρότεινε κάποιος. Ένιωσα χέρια να με σηκώνουν και να με μεταφέρουν. Με έφεραν και με άφησαν εδώ. Δεν με νοιάζει ούτε που έσπασα ούτε που τα κορίτσια με πέταξαν. Για το μόνο πράγμα που στεναχωριέμαι είναι που δεν θα μπορέσω να ξαναπετάξω. Και τώρα, είμαι μέσα στο φορτηγό λίγο πριν το τέλος μου… Έχε γεια υπέροχε ουρανέ, έχε γεια δροσερέ αέρα. Τώρα πια είμαι ένας κατεστραμμένος χαρταετός που δεν θα πετάξει ποτέ ξανά…         

http://mikroisuggrafeis.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου