Μάρκος Μπότσαρης

Ο Μάρκος Μπότσαρης (1790 - 21 Αυγούστου 1823
Κεφαλόβρυσο) ήταν στρατηγός και ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και καπετάνιος των Σουλιωτών. Γεννήθηκε στο Σούλι και ήταν ο δεύτερος γιος του Κίτσου Μπότσαρη, που ήταν μια από τις επιφανέστερες μορφές του Σουλίου. Ύστερα από την πτώση του Σουλίου, πήγε στην Κέρκυρα μαζί με άλλους Σουλιώτες όπου κατατάχτηκε ως υπαξιωματικός στο σώμα των Ηπειρωτών και Σουλιωτών που συγκρότησαν οι Γάλλοι. Το 1814 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας.
O Μάρκος Μπότσαρης, μαζί με τον θείο του Νότη, αγωνιζόταν στο πλευρό των σουλτανικών δυνάμεων εναντίον του τυράννου της Ηπείρου, του Αλή Πασά, επειδή είχαν πάρει την υπόσχεση ότι θα ξαναγυρνούσαν στην πατρίδα τους. Βλέποντας ότι οι Τούρκοι αθετούσαν την υπόσχεση τους, όταν ο Αλή Πασάς πολιορκήθηκε από τα σουλτανικά στρατεύματα στα τέλη του 1820, ο Μπότσαρης ήρθε σε συνεννόηση μαζί του και ζήτησε τον επαναπατρισμό των Σουλιωτών, με αντάλλαγμα να βοηθήσουν τον Αλή στον αγώνα εναντίον των στρατευμάτων του Σουλτάνου, πράγμα που έγινε. Πρώτη του επιτυχία ήταν η νίκη στους Καμψάδες και στα Πέντε Πηγάδια και η κατάληψη των φρουρίων της Ρηγιάσας και της Ρινιάσσας. Ακολούθησαν οι νικηφόρες μάχες στο Κομπότι της Άρτας (3 Ιουλίου 1821) και στην Πλάκα, που του έδωσαν τον τίτλο του αρχιστράτηγου της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Μάλιστα το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντιζηλία των άλλων οπλαρχηγών κάτι το οποίο εξόργισε τον Μπότσαρη, ο οποίος μπροστά τους έσκισε το χαρτί του διορισμού του λέγοντας: "Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα αύριο μπροστά στον Εχθρό". Αυτή η μεγαλοπρεπής πράξη του αποδεικνύει την ανιδιοτέλειά του και την αγάπη του για την πατρίδα. Επίσης έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα που κατέληξε σε καταστροφή, ενώ βρέθηκε μεταξύ των υπερασπιστών του Μεσολογγίου στην πρώτη του πολιορκία στα τέλη του 1822, όπου παρασύροντας τους Τούρκους σε πλαστές συνομιλίες έδωσε χρόνο στους πολιορκημένους να ενισχύσουν τις οχυρώσεις.
Το καλοκαίρι του 1823 προσπάθησε να ανακόψει το δρόμο στα τούρκικα στρατεύματα που επέδραμαν προς την δυτική Ρούμελη. Τη νύχτα της 21ης Αυγούστου, επικεφαλής 350 Σουλιωτών, επιτέθηκε κατά των 4.000 Τούρκων του Μουσταή Πασά, που είχαν στρατοπεδεύσει στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου, στη μάχη που έμεινε γνωστή ως Μάχη του Κεφαλόβρυσου. Παρά τον αρχικά ελαφρύ τραυματισμό, συνέχισε να πολεμάει και κατάφερε να νικήσει τον Μουσταφα πασα. Όμως μια τουρκική σφαίρα τον άφησε νεκρό. Τότε οι Σουλιώτες, αν και νίκησαν, διέκοψαν τον αγώνα για να παραλάβουν τον αρχηγό τους και τα λάφυρα. Μεταφέροντας τον νεκρό προς το Μεσολόγγι όπου τελικά τον ενταφίασαν, σταμάτησαν για λίγο στον νάρθηκα της Μονής Προυσσού όπου ευρισκόταν ο Καραϊσκάκης κατάκοιτος. Αυτός τον ασπάστηκε λέγοντας "Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι' εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω"
Ο νεκρός μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι με θριαμβική πομπή που περιγράφει ο Πουκεβίλ. Του θριάμβου προηγούνταν Τούρκοι αιχμάλωτοι, ακολουθούσαν οι αιχμαλωτισμένοι ίπποι των αξιωματικών με πολύτιμα επισάγματα και πενήντα τέσσερεις σημαίες των εχθρών. Ο νεκρός Μάρκος ήταν καλυμένος με κυανή χλαμίδα. Ακολουθούσαν τα λάφυρα που ήταν ζώα, όπλα, σκηνές, πολεμοφόδια και άλλα στρατιωτικά εφόδια και το ταμείο των εχθρών.. Η κηδεία ξεκίνησε το απομεσήμερο,από το οίκημα του Επάρχου Κωνσταντίνου Μεταξά,για να δειχθεί ότι τον κηδεύει το Έθνος. Η επικήδεια τελετή έγινε στον ναό Αγίου Νικολάου των προμαχώνων. Για τον θάνατο του Μπότσαρη γράφηκαν πολλά έντεχνα ποιήματα και δημοτικά τραγούδια. Μεταξύ των άλλων ο Δ. Σολωμός έγραψε ποίημα όπου παρομοιάζει την συρροή των Ελλήνων στην κηδεία του Μπότσαρη με την συρροή των Τρώων στην ταφή του Έκτορα.
Μετά την Έξοδο και τη κατάληψη του Μεσολογγίου από τους οθωμανούς, οι τουρκαλβανοί άνοιξαν τον τάφο του Μπότσαρη αναζητώντας τα πολύτιμα όπλα του.
Ο Μάρκος Μπότσαρης έμεινε στην ιστορία για την ανδρεία του και τη σημαντική συμβολή του στον Αγώνα για την ανεξαρτησία των Ελλήνων και δίκαια θεωρείται εθνικός ήρωας.
Πολλοί Φιλέλληνες που επισκέφθηκαν την Ελλάδα, θαύμασαν την ανδρεία του Μπότσαρη, ενώ πολλοί ποιητές έγραψαν ποιήματα γι' αυτόν. Ο Fitz-Greene Halleck, Αμερικάνος ποιητής, έγραψε ένα ποίημα με τίτλο MARCO BOZZARIs ενώ ο Ελβετός ποιητής Juste Olivier έγραψε επίσης ένα ποίημα-έπαινο προς τιμήν του, το 1825. Επίσης ο εθνικός ποιητής της Ελλάδας, ο Διονύσιος Σολωμός, αφιέρωσε μία από τις ωδές του στο Μάρκο Μπότσαρη. Ένας σταθμός του μετρό του Παρισιού (σταθμός Botzaris) έχει ονομαστεί προς τιμήν του. Αναφέρεται ότι ήδη το 1825 υπήρχε λαϊκό-σχολικό δράμα για τον Μάρκο Μπότσαρη γραμμένο από την Ευανθία Καΐρη, το οποίο διαρκούσης της Επανάστασης διδασκόταν σε όποια σχολεία το επέτρεπαν οι συνθήκες (αναφέρεται η Τήνος) για να τονώνεται το αίσθημα υπέρ της ελευθερίας.Ο γιος του, Δημήτριος Μπότσαρης, ο οποίος γεννήθηκε το 1814, έγινε στρατιωτικός και διατέλεσε υπουργός Στρατιωτικών το 1859 και 1866-1877, ενώ οργάνωσε το Μετοχικό Ταμείο Στρατού. Πέθανε στις 17 Αυγούστου 1871 στην Αθήνα. Η κόρη του Μπότσαρη, Κατερίνα "Ρόζα" Μπότσαρη, γεννημένη στο Σούλι το 1818, ήταν στην υπηρεσία της Βασίλισσας της Ελλάδος Αμαλίας.Σε ηλικία 19 ετών, ενώ ζούσε στην Κέρκυρα, ο Μάρκος Μπότσαρης κατά παραγγελία του Πουκεβίλ και με τη βοήθεια μεγαλυτέρων του συνέγραψε ένα ελληνο-αλβανικό γλωσσάριο. Αυτό αποτελεί και ένα από τα πρώτα ελληνο-αλβανικά λεξικά. Ο ίδιος επιγράφει το έργο αυτό "Λεξικόν της Ρωμαϊκής και Αρβανητηκής Απλής". Το χειρόγραφο αφιερώθηκε από τον Πουκεβίλ στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων και φέρει την ιδιόγραφη σημείωση "Ce lexique est ecrit de la main de Marc Botzari a Corfou 1809 devant moi. Pouqueville". Το ίδιο χειρόγραφο περιλαμβάνει και ένα είδος ελληνο-αλβανικής μεθόδου άνευ διδασκάλου και ελληνο-αλβανικούς διαλόγους. Είναι γραμμένο με ελληνικά γράμματα μερικά των οποίων είναι ιδιόμορφα και φαίνεται τα είχε επινοήσει ο ίδιος ο Μπότσαρης. Ο ίδιος γνώριζε λίγα γράμματα που πιθανώς είχε διδαχθεί από τον καλόγηρο Σαμουήλ ή, κατά μία πληροφορία, στη Μονή του Προφήτου Ηλιού.
Σύμφωνα με σημείωση του Πουκεβίλ, ο Μ. Μπότσαρης έγραψε το λεξικό καθ' υπαγόρευση του πατέρα του Κίτσου, του θείου του Νότη και του πεθερού του Χρηστάκη Καλογήρου. Ο καθηγητής και ακαδημαϊκός Τίτος Γιοχαλάς που μελέτησε το χειρόγραφο πιστεύει ότι ο Μ. Μπότσαρης έγραφε τα ελληνικά λήμματα και οι μεγαλύτεροι έδιναν την αλβανική μετάφραση. Είχε παλαιότερα υποστηριχτεί ότι το λεξικό γράφηκε για να εξυπηρετήσει την επικοινωνία μεταξύ των Σουλιωτών και των άλλων Ελλήνων. Αυτό κατά τον Τ. Γιοχαλά δεν θεωρείται πιθανό διότι αφ' ενός οι Σουλιώτες γνώριζαν την Ελληνική αφ' ετέρου το περιεχόμενο του λεξικού δεν είναι χρηστικό για την καθημερινή ζωή. Επίσης οι λέξεις δεν είναι με αλφαβητική σειρά ώστε το λεξικό να είναι χρηστικό. Θεωρείται πιθανότερο ότι το λεξικό γράφηκε κατόπιν πρωτοβουλίας του Πουκεβίλ ο οποίος είχε ενδιαφέρον για την Αλβανική γλώσσα και τελικώς παρήγαγε ένα Αλβανο-γαλλικό γλωσσάριο μεταφράζοντας τα Ελληνικά λήμματα του Μπότσαρη και μεταγράφοντας τα Αλβανικά με λατινικούς χαρακτήρες. Αυτό το δημοσίευσε στο έργο του Voyage dans la Grece, τομ. 2, σελ. 617-623 το 1820.
Θεωρείται άξιο προσοχής το ότι συχνά ο Μπότσαρης και οι συνεργάτες του αποδίδουν τις ελληνικές φράσεις στα αλβανικά σκεπτόμενοι "ελληνικά", μεταφέροντας δηλαδή την ελληνική σύνταξη στην αλβανική. Το ίδιο συμβαίνει και με σύνθετες ελληνικές λέξεις ενώ παρατηρείται και λανθασμένη μεταφορά των γενών ουσιαστικών και επιθέτων από την ελληνική στην αλβανική. Επίσης δύο ελληνικές λέξεις δεν μεταφράστηκαν στην αλβανική είτε από άγνοια είτε εκ παραδρομής, ενώ υπάρχουν και άλλα είδη λαθών στην αλβανική. Η παρουσία αυτών των φαινομένων ερμηνεύεται κατά τον Γιοχαλά με δύο τρόπους:
  1. Η μητρική γλώσσα του Μπότσαρη και των συνεργατών του ήταν η αλβανικη
  2. Αν ομιλείτο στο Σούλι η αλβανική, τότε είναι πιθανό η επίδραση της ελληνικής να ήταν πολύ μεγάλη στην ελληνική
Το αλβανικό ιδίωμα του λεξικού ανήκει στην τοσκική διάλεκτο της Ν. Αλβανίας και περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό δανείων από την ελληνική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου